Η μάχη στο Βαλτέτσι


Γράφει ο Κολλιόπουλος Παναγιώτης


Προετοιμασίες για τη μάχη


 

Το Βαλτέτσι είναι ένα μικρό χωριουδάκι, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων στο όρος Ρεζενίκος, 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης. Η Αρκαδική Γη,από τις πρώτες στιγμές του αγώνα για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, αποτέλεσε την αφετηρία και  τον κύριο χώρο που έλαβαν χώρα πολλές πολεμικές αναμετρήσεις, καθεμιά από αυτές με τη δική της ιδαιτερότητα και  βαρύτητα, όλες τους όμως αξιομνημόνευτες, τόσο στα πλαίσια της εντόπιας όσο και της ευρύτερης ελληνικής ιστορίας[1]. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, λοιπόν, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης οργανώνει διαφορα στρατόπεδ   α στα υψώματα γύρω από την πόλη. Είναι άκρως χαρακτηριστικά τα λόγια του Θ. Κολοκοτρώνη : «Οι Έλληνες μόνοι των άλεθαν, εζύμωναν, έψηναν το ψωμί και το έφερναν με τα ζώα των εις το Στρατόπεδο. Είχαμε φούρνο εθνικόν εις την Πιάνα, Αλωνίσταινα, Βυτίνα, Μαγούλιανα, Δημητσάνα, Στεμνίτσα. Πρόβατα μας έφερναν πότε από τα 30, πότε από τα 40, από τα 50 ένα και τα έδιδαν με ευχαρίστησι τους, μπαρούτι μας έδινε η Δημητσάνα, του μπαρουτιου την υπόθεσι την είχαν πάρει επάνω τους τα αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι, οι Σπετσιώτες και οι Υδραίοι μας έστελναν και πολεμοφόδια και πετζιά για τζαρούχια».



Έτσι στις 16 Απριλίου 1821 διατάσσει την οχύρωση τεσσάρων λόφων δίπλα στο χωριό Βαλτέτσι. Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι, που ήταν κλεισμένοι στην Τρίπολη, με αγωνία περίμεναν βοήθεια από τον Χουρσίτ, που βρισκόταν στα Γιάννενα και πολεμούσε τον Αλή Πασά. Ο Χουρσίτ έστειλε ισχυρό στράτευμα με επικεφαλής τον Κιοσέ Μεχμέτ, ο οποίος το χωρίζει σε δύο τμήματα. Στο πρώτο ηγείται ο ίδιος με τον Ομέρ Βρυώνη με πεζικό 8.000 και 1.000 ιππείς και κατευθύνεται ανατολικά. Το δεύτερο που αποτελείτο από 3.500 Αλβανούς, κατευθύνεται προς τη δυτική Ελλάδα υπό την ηγεσία του Κεχαγιάμπεη. Ο στρατός του Κεχαγιάμπεη περνά το Αντίρριο χωρίς απώλειες. Περνάει από την Πάτρα, πυρπολεί την Βοστίτσα (Αίγιο) και στη συνέχεια λύνει τις ελληνικές πολιορκίες σε Κόρινθο και Άργος. Στις 6 Μαΐου μπαίνει θριαμβευτικά στην Τρίπολη.

 Πιο αναλυτηκά, τον Απρίλιο του 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες ξεκίνησαν την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του τουρκικού διοικητικού κέντρου ολόκληρης της Πελοποννήσου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ανιχνεύοντας την περιοχή, διέγνωσε σωστά πως οι Τούρκοι θα προσπαθούσαν να σπάσουν την πολιορκία, και αποφάσισε να οχυρώσει τα στρατόπεδα των ατάκτων του στους λόφους δυτικά και νοτιοδυτικά της πόλης. Το Βαλτέτσι επιλέχθηκε ως το κύριο οχυρωμένο στρατόπεδο, καθότι δέσποζε πάνω στην κύρια οδό εφοδιασμού των Τούρκων, κλεισμένων πλέον μέσα στην Τρίπολη, και γιατί ήταν φύσει οχυρή τοποθεσία, με τέσσερις απόκρημνους λόφους να υψώνονται γύρω απ’ το χωριό. Επιπλέον οι επιτιθέμενοι, κατά την έφοδο στο στρατόπεδο, θα χρειαζόταν να ανέβουν μια πλαγιά εν μέσω διασταυρούμενων πυρών απ’ τις φρουρές, γεγονός που θα τους προκαλούσε σοβαρές απώλειες. Στο οχυρωμένο λοιπόν Βαλτέτσι συγκεντρώθηκαν οι ομάδες του Κολοκοτρώνη, των Μαυρομιχαλέων, του Αναγνωσταρά, του Γιατράκου και άλλων οπλαρχηγών, κι από εκεί διενεργούσαν εφόδους κατά της Τρίπολης[2].

Την ίδια στιγμή, στην Κόρινθο, οι επαναστάτες πολιορκούσαν την Ακροκόρινθο ενώ οι Τούρκοι, υπό τον Χουρσίτ πασά, είχαν εκστρατεύσει εναντίον των δυνάμεων του Αλή πασά στην Ήπειρο. Από κει ο Χουρσίτ, μαθαίνοντας τα τεκταινόμενα στο Μωριά, στέλνει στις αρχές Απριλίου ισχυρό πολεμικό σώμα 3.500 Αλβανών, υπό τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά, για να καταπνίξει την επανάσταση και να ενισχύσει την Τρίπολη στην οποία, σημειωτέον, βρίσκονταν το χαρέμι και μεγάλο μέρος των θησαυρών του. Ο Κεχαγιάμπεης, όντως, ξεκινάει από τα Γιάννενα και καταστρέφει ό,τι βρει μπροστά του. Από το Αντίρριο περνά στην Πελοπόννησο, καίει τη Βοστίτσα, λύει την πολιορκία της Ακροκορίνθου και του Άργους και φτάνει στα περίχωρα της Τρίπολης τη νύχτα της 23ης Απριλίου. Την επομένη επιτίθεται αιφνιδιαστικά στο Βαλτέτσι, στο οποίο έχει μείνει η μισή φρουρά, λόγω μιας επιθετικής ενέργειας που ετοίμαζαν οι επαναστάτες κοντά στη λίμνη Τάκκα. Η τουρκική επίθεση αρχικά πετυχαίνει και ένα τμήμα του στρατοπέδου παραδίδεται στη φωτιά, αλλά οι Τούρκοι δεν καταφέρνουν να καταλάβουν τα βόρεια ταμπούρια του χωριού, στα οποία συνεχίζεται η λυσσαλέα αντίσταση των Ελλήνων[3].

 

Την πλέον κρίσιμη στιγμή της μάχης καταφθάνουν ενισχύσεις, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Πλαπούτα, και χτυπούν τους Τουρκαλβανούς από τα νότια. Η τουρκική δύναμη υποχωρεί άτακτα και καταδιώκεται από την έφιππη ομάδα του Κολοκοτρώνη μέχρι το χωριό Μπολέττα (Μάκρη) και μπαίνει τελικά μέσα στην Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης, όπως έλεγε, προτιμούσε να έχει τους Τούρκους μαντρωμένους στην Τρίπολη, όπου παρακολουθούνταν εύκολα, παρά λυτούς, να κάνουν επιδρομές και να έχουν την  πρωτοβουλία. Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη 1η και τη 2η μάχη του Βαλτετσίου, το στρατόπεδο αναδιοργανώνεται, οχυρώνεται εκ νέου και η φρουρά του ενισχύεται με 1.000 πολεμιστές, με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ταυτόχρονα τοποθετούνται παρατηρητές στους λόφους γύρω απ’ την Τρίπολη και καλύπτονται όλοι οι δρόμοι και τα μονοπάτια, για αποκλειστεί η περίπτωση αιφνιδιασμού. Οι παρατηρητές έχουν εντολές να κάνουν σινιάλα με φωτιές για τις προθέσεις των Τούρκων. Μια φωτιά σημαίνει ότι οι Τούρκοι κατευθύνονται προς Λεβίδι, δύο φωτιές για το Βαλτέτσι και τρεις για τα Βέρβαινα. Έτσι, λόφο με λόφο, θα ειδοποιηθούν όλα τα ελληνικά τμήματα και θα σπεύσουν σε βοήθεια του σημείου που απειλείται. Επίσης, ο Κολοκοτρώνης έχει συγκεντρώσει τους καλύτερους σκοπευτές και τους έχει μοιράσει στα διάφορα ταμπούρια, με εντολή να σκοτώνουν τους σημαιοφόρους και τους αγγελιαφόρους του εχθρού, για να σπείρουν τη σύγχυση στους Τούρκους.

 

Η αναδιοργάνωση των ελληνικών δυνάμεων:

 

Με σκοπό την αποφυγή στο μέλλον της περίπτωσης του τουρκικού αιφνιδιασμού, επιτεύχθηκε από τον Κολοκοτρώνη, η αναδιοργάνωση της άμυνας του Βαλτετσίου , με σκοπό να είναι σε θέση να δεχθεί νέα αναμενόμενη τουρκική επίθεση.

Τοποθετούνται παρατηρητές στους λόφους γύρω απ’ την Τρίπολη και καλύπτονται όλοι οι δρόμοι και τα μονοπάτια, για αποκλειστεί η περίπτωση αιφνιδιασμού. Οποιαδήποτε τουρκική κίνηση γινόταν αντιληπτή , θα γνωστοποιείτο με σήματα φωτιάς[4]. Το άναμμα μιας φωτιά θα φανέρωνε ότι  ότι οι Τούρκοι είχαν πορεία προς Λεβίδι, δύο φωτιές για το Βαλτέτσι και τρεις για τα Βέρβαινα, έτσι ώστε να υπάρχει άμεση αλληλοβοήθεια και στήριξη προς τον τομέα που θα κινδύνευε , ανάλογα με την κίνηση των Τούρκων[5].

 

 

 

 

 

 

Kεφάλαιο 2ο :

Η Δεύτερη Μάχη, 12-13 Μαΐου 1821


Τα χαράματα της 12 Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης εξέρχεται από την Τρίπολη με 12.000 Τουρκαλβανούς. Οι Έλληνες ειδοποιούν το στρατόπεδο στο Βαλτέτσι με φωτιές. Το κύριο σώμα των Τούρκων με αρχηγό τον Ρουμπή ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα. Καταφέρνει να κυκλώσει τα ταμπούρια και να καταλάβει τα πηγάδια του χωριού. Ύστερα διατάσσει γενική επίθεση διασπώντας τους Έλληνες. Τότε καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης με 700 άνδρες.

 Ο Ρουμπής, που βρίσκεται πλέον περικυκλωμένος, ζητά ενίσχυση από τον Κεχαγιάμπεη που μέχρι τότε παρακολουθούσε τη μάχη επικεφαλής 3.000 ιππέων. Λιτή και συνοπτική αλλά ακριβολογημένη είναι η περιγραφή του Κολοκοτρώνη : «… ο Κεχαγιάς καλά τερτιπλής και πολεμικός στέλνει τον Ρουμπή από τα Μπαρδούνια επί κεφαλής 5.000 να πάγη στο Βαλτέτσι και στέλνει και 1.500 χωριστά δια νυκτός να πιάσουν τα όπισθεν του Βαλτετσίου,  που αν τσακισθούν οι Έλληνες, καθώς την πρώτην φοράν, να τους κτυπήσουν και αυτός του παίρνει 2.000 καβαλαραίους εις τα όπισθεν του Βαλτετσίου και 1.000 βάνει εις το Καλογεροβούνι, δια ν’ αντισταθούν εις το στράτευμα των Βερβένων, αν κινήση μεντάτι»[6]. 


Το απόγευμα φτάνει ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Δημητρακόπουλος. Τη νύχτα η μάχη συνεχίζεται χωρίς να υποχωρεί καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οι Τούρκοι ξεκινούν νέα επίθεση και χρησιμοποιούν τα 4 κανόνια τους χωρίς επιτυχία. «…Ἠμείς οἱ 800 εδυναμώσαμεν τὸν τόπον γιὰνὰμᾶς πάρουν τὰοπίσθια οἱΤούρκοι..Πολεμούν οἱΈλληνες οί κλεισμένοι· έφθασε καὶὁΚολιόπουλος (ενν. ο Πλαπούτας) έκλεισε τὸΡουμπὴμὲτοὺς 5000 καὶδὲν είχε ἀνταπόκριση μὲτοὺς ἄλλους Τούρκους..»[7]

 

Πραγματικά, τη νύχτα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης με δώδεκα χιλιάδες άντρες και τέσσερα πολιορκητικά κανόνια βγαίνει απ’ την Τρίπολη. Σε λίγη ώρα, απ’ το παρατηρητήριο της Πάνω Χρέπας φαίνονται δύο φωτιές. Ο Κολοκοτρώνης γράφει στα απομνημονεύματά του:

«…Εις τήν Πάνω Χρέπα, απάνω απὸτὴν Τριπολιτσά, είχαμε βάρδιαις καὶέδιδαν είδηση, πόθεν πάνε οἱΤοῦρκοι. Εκείνην τὴν ημέρα μας έκαναν σινιάλο, ότι οἱΤοῦρκοι πάνε εἷς τὸΒαλτέτσι· – μας έκαμαν φωτιαίς ότι οἱΤούρκοι πάνε είς τὸΒαλτέτσι. Ευθὺς εκίνησα μὲτοὺς 800 καὶέκαμα διαταγὴν’ ακολουθήσουν κ’ οί άλλοι· όσο νὰέλθουν οἱΤούρκοι είς τὸΒαλτέτσι, εφθάσαμεν καὶημείς..»[8]

Το σύνθημα δίνεται. Πάνε ξανά για το Βαλτέτσι. Μέσα στο χωριό έχουν συγκεντρωθεί πάνω από δύο χιλιάδες επαναστάτες και έχουν λάβει θέσεις. Στο πρώτο ταμπούρι βρίσκονται οι Μαυρομιχαλαίοι με όλους τους Μανιάτες, στο δεύτερο ο Κατριβάνος απ’ τη Μεγαλόπολη, ο Μητροπέτροβας, ο Δαγρές απ’ την Καλαμάτα με τα τμήματά τους, στο τρίτο είναι οχυρωμένοι οι Φλεσσαίοι, οι Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι, και στην εκκλησιά βρίσκονται οι Μπουραίοι, ο Κυριάκος, ο Τσαλαφατίνος και οι Τριπολιτσιώτες. Οι εντολή του Κολοκοτρώνη είναι: «Αφήστε τους να σιμώσουν για τα καλά, μετά βάλτε φωτιά». Καθώς το τούρκικο ασκέρι πλησιάζει απ’ τον κάμπο, ο απόκοτος Θοδωρής Καρδάρας, έφιππος με μια ελληνική σημαία, βγαίνει μπροστά και με αργό καλπασμό προκαλεί τον εχθρό τραβώντας το σπαθί του. Οι πολεμικές ιαχές από τα οχυρά πίσω του χαλούν τον κόσμο. Οι Τούρκοι του ρίχνουν με όπλα κάθε διαμετρήματος, αλλά καμιά σφαίρα δεν τον πετυχαίνει και ξαναμπαίνει στο χωριό. Μόλις που προλαβαίνει.

Το ταμπούρι του Μητροπέτροβα υφίσταται αφόρητη πίεση, αλλά οι ενεδρευτές των επαναστατών πυροβολούν τους σημαιοφόρους του εχθρού και ρίχνουν τις τουρκικές σημαίες καταγής. Μετά από λίγο, κανείς δεν τις σηκώνει. Ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης σκοτώνει με μια βολή τον αρχιπυροβολητή των Τούρκων, καθώς ετοιμάζεται να δώσει εντολή στην πυροβολαρχία για πυρ εναντίον των οχυρώσεων. Το απόγευμα φθάνουν οι ενισχύσεις των Ελλήνων από τα υπόλοιπα στρατόπεδα, υπό τον Πλαπούτα, αλλά και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης με 800 άνδρες, και εγκλωβίζουν τους Τούρκους σε διασταυρούμενα πυρά.

Η μάχη θα διαρκέσει όλη τη νύχτα, με τους Έλληνες να κρατούν τους Τούρκους σε όλα τα ταμπούρια. Σε μια από τις τουρκικές εφόδους την αυγή, το τουρκικό πυροβολικό ρίχνει μια ομοβροντία πάνω στο δικό τους πεζικό, με καταστρεπτικές συνέπειες. Σε κάποια στιγμή της μάχης, ο Κεχαγιάμπεης συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύουν να κυκλωθούν από τις ελληνικές ενισχύσεις και δίνει εντολή για υποχώρηση, η οποία γρήγορα μετατρέπεται σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι πετούν το βαρύ οπλισμό τους και οτιδήποτε δεν μπορούν να μεταφέρουν και σπεύδουν πίσω στην Τρίπολη, με τους επαναστάτες να τους ακολουθούν κατά πόδας. Στο πεδίο της μάχης άφησαν 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες, 4 πεδινά κανόνια, όπλα τα οποία εξόπλισαν 4.000 Έλληνες πολεμιστές, και 18 σημαίες Η ελληνική πλευρά είχε μόλις 7 νεκρούς και λίγους τραυματίες.Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που έλαβε μέρος στη μάχη, έγραψε μετά την ανεξαρτησία: «Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».

 

 

 

Το τέλος της μάχης


 

 

 

Μετά από 23 ώρες μάχης και ενώ ο Ρουμπής κινδύνευε, ο Κεχαγιάμπεης διατάσσει υποχώρηση.  Βλέποντας αυτήν την κίνηση, ο Κολοκοτρώνης ξεκινά γενική αντεπίθεση. Έτσι οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή πετώντας τα όπλα τους.

Συνολικά οι Τούρκοι είχαν 514 απώλειες ενώ οι Έλληνες μόλις 7. Ανάμεσα στα λάφυρα των επαναστατών ήταν 4.000 τουφέκια, 4 πεδινά κανόνια και 18 σημαίες. Η μάχη υπήρξε καθοριστική για την πορεία της επανάστασης αλλά και για την Άλωση της Τριπολιτσάς, αφού οι Τούρκοι δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης περιγράφει τη μάχη με τα παρακάτω λόγια:

«Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας»[9].

 


 

Η Μάχη του Βαλτετσίου περιγράφεται και στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

 

 

 

"Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;

Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;

Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,

όπου είν' ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,

εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,

Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,

το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,

κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.

Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:

"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;

Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,

δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.

Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,

Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη".

Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας

βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια"

 

 

 


 

 

Η δημοτική μούσα επίσης δεν θα μπορούσε να μην υμνήσει τον ηρωισμό των αγωνιστών του Βατετσίου, αποτυπωνοντας σε τραγούδια και ποιήματα την αιώνια τιμή και μνημόνευση τους:

 

«..Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,

το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,

κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.

Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:

"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;

Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,

δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.

Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,

Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη..»

 

 

Καθώς και το γνωστό  δημοτικό τραγούδι :

 

 

Η μάχη στο Βαλτέτσι 1821

Βαλτέτσι μου περήφανο 
και χιλιοδοξασμένο,
πού είναι οι λεβέντες σου
που όλο τους περιμένω
ναρθούνε να χορέψουνε
στης Παναγιάς τη χάρη
στου Βαλτετσίου τον πλάτανο
να ρήξουν το λιθάρι
ν' αναδειχτούνε στο σπαθί
και στο καλό σημάδι,
ν'αναδειχτούν και στο χορό,
ποιός είναι παληκάρι.
Εδώ που μαζευτήκανε
όλοι οι καπεταναίοι 
της Μάνης ο Πετρόμπεης 
και Κολοκοτρωναίοι
κι' όλοι λεβέντες του Μοριά 
που ήτανε γενναίοι.
Κολοκοτρώνης φώναξε
ψηλά απ'το Ρεζενίκο
γειά σου Κολοκοτρώνη μου
πώς να σαλησμονίκω
κράτα ρε Μήτρο Πέτροβα 
του κούκου το ταμπούρι
σας φέρνουμε ζεστό ψωμί
κρασί να πιείτε ούλοι.
Σας φέρνω και αρνιά ψητά 
βαρώντας το νταούλι
ετάξανε στην Παναγιά
στην Παναγιά Παρθένα
από τα παλικάρια τους
μη σκοτωθεί κανένα.
0Τότε στη μάχη ρίχτηκαν 
μες το Βαλτέτσι ούλοι
και πήρανε τη λευτεριά 
για να μη ζούνε δούλοι
μας χάρισαν τη λευτεριά 
και μεις δεν ζούμε δούλοι
έφτασε κι' ο Νικηταράς
με το σπαθί στο χέρι 
πέντε πιστόλες κράταγε
κι αστρακτερό μαχαίρι
στην ρεματιά του Βαλτετσιού 
τους έκανε καρτέρι 
γεια σου μωρέ Νικηταρά
άλλον δεν είχες ταίρι
είχες στα πόδια σου φτερά
κι όλη τουρκιά το ξέρει
έτσι παιδιά μου τέλειωσε 
η μάχη στο Βαλτέτσι
τους Τούρκους τους εκλείσανε
σαν κότες στο κοτέτσι
τους κλείσαν στην Τριπολιτσά 
προτού ο ήλιος πέσει.
Εσείς που δοξαστήκατε
στις δώδεκα του Μάη
εμείς θα σας γιορτάζουμε 
αιώνια κάθε Μάη
στεφάνια θα σας φέρνουμε 
με λουλούδια του Μάη
δάφνες, σγουρό βασιλικό
πανθήζουνε το Μάη.


 

 

 

 «"...Οι τούρκοι μας επήραν το χωρίον Βαλτέτσι και μας έσπρωξαν κατά το βορεινόν μέρος σιμά του χωριού, όπου είναι ο δρόμος των Αραχαμιτών. Εκεί επολέμησαν μόνοι των οι μεγάλοι καπεταναίοι και τους εσταμάτησαν, άλλως έπιαναν ζωντανόν τον Κυριακούλη ...(Φωτάκος)

 «…Ἄνοιξε ὁπόλεμος τοῦΒαλτετσιού. Τοὺς δικούς μας τοὺς πολιόρκησαν οἱ5000…»

Η άφιξη του τμήματος του Κολοκοτρώνη σε συνδυασμό με την συνδρομή του Πλαπούτα αλλάζουν τα δεδομένα υπέρ των Ελλήνων, δημιουργώντας έναν κλοιό πυρών, εντός του οποίου βρίσκονται οι μέχρι πρότινος διαφαινόμενοι νικητές του Ρουμπή.

 

 

Η μάχη συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της νύχτας, με αμείωτο θάρρος και αυταπάρνηση από την ελληνική πλευρά.

Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ένα περιστατικό , κατά το οποίο , περνώντας μέσα από τις τουρκικές φρουρές, παρείχε ανεφοδιασμό τους ευρισκόμενους σε δυσμενή θέση υπερασπιστές:

 

«..Τὸβράδυ παίρνω μερικοὺς καὶπάγω είς τὸκαταράχι όπου ήτον οἱσημαίες τῶν Τουρκών· επήγα κοντά, τοὺς τουφέκισα, μὲδίδουν τέσσερα τουφέκια· – οἱΈλληνες οπίσω δὲν εκατάλαβαν – : «Ζωντανοὺς θὰσάς πιάσω, εγὼ είμαι Κολοκοτρώνης». – «Τί είσαι σύ?» – «ὉΚολοκοτρώνης». Άδειασαν τὸν τόπον· τότε εμβήκαμε είς τὸΒαλτέτσι, εδόσαμε φυσέκια, ψωμί, ότι αναγκαία ήτον είς ἐκείνους…»[10]

 

 Η αρχική υπόθεση των Τούρκων περί εύκολης επικράτησης έχει δώσει πλέον τη θέση της στην απόγνωση και την απογοήτευση, σε σημείο μάλιστα που οι βολές των τουρκικών κανονιών του Κεχαγιάμπεη πέφτουν πάνω στους συμπατριώτες τους, του τμήματος του Ρουμπή.

 

«Τὴν αυγὴὁΚεχαϊάς έβαλε τὸκανόνι είς τὸταμπούρι τοῦΜπεϊζαντὲ (Μαυρομιχάλη)τούἨλία· τὸκανόνι προσπέρναε τὸταμπούρι τοῦἨλία καὶέπερνε τὸταμπούρι τούῬουμπῆ. Αν τὸχαμήλωνε θὰτὸν ἔπαιρνε…»

 

Ενώπιον του ορατού κινδύνου , να κυκλωθούν ολοκληρωτικά από τον ελληνικό κλοιό, ο Κεχαγιάμπεης διατάζει την άμεση υποχώρηση προς το κάστρο της Τριπολιτσάς, από όπου εφόρμησαν οι Τούρκοι.

Οι Έλληνες πλέον καταδιώκουν ανελέητα τους υποχωρούντας , οι οποίοι «σπέρνουν» με τα  πτώματα τους, το διάβα προς  τη σωτηρία.

 

 

 

 Η άτακτη τουρκική φυγή  κληροδοτεί  αναρίθμητο πολεμικό υλικό,  λάφυρο πλέον στα χέρια των Ελλήνων.  Και οι απώλειες των Τούρκων θα ήταν τρομακτικά μεγαλύτερες , αν οι Έλληνες  δεν είχαν επιδοθεί στην καθιερωμένη –μετά από κάθε μεγάλη πολεμική επιτυχία- λαφυραγωγία.

 

 

 

 

«…Οἱ Έλληνες έπεσαν είς τὰλάφυρα καὶείς τους σκοτωμένους καὶδὲν ακολουθοῦσαν μὲπροθυμία..» 

 

Οι ιστοριογράφοι μνημονεύουν την παρουσία της Μανιάτισσας Σάββαινας στη μάχη του Βαλτετσίου , στο ταμπούρι του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, η οποία είχε αναλάβει τον ανεφοδιασμό  των ελληνικών θέσεων, τρέχοντας άφοβα και αγόγγυστα από ταμπούρι σε ταμπούρι, για την οποία αργότερα εκδόθηκε και έγγραφο παροχής υπηρεσιών προς την Πατρίδα, εις ένδειξη τιμής, καθώς «…δεν έλλειψε και εις του Βαλτετσίου τον πόλεμον μαχομένη γενναιότατα δια την πατρίδα, σκοτώνοντας με το χέρι της δύο εχθρούς...» Αρχηγός των Καρυτινών, αλλά και όλων των μαχομένων πρό της Τριπολιτσάς όπλων, ο Κολοκοτρώνης δεν απεγοητεύθη με την διάλυσιν του Στρατοπέδου του Βαλτετσίου και κατ’ αναλογίαν και των άλλων τριών. Ανέπτυξε μεγαλυτέραν δραστηριότητα. Έγινε σχεδόν αμέσως ανασυγκρότησις των Στρατοπέδων Φαλάνθου, μ’ εμπίστους Γοτυνίους. Από Λεοντάρι οι στρατευμένοι των άλλων επαρχιών απεδέχθησαν πρόσκλησι Κολοκοτρώνη, επανήλθαν στο Βαλτέτσι και μεταξύ 5ης – 6ης Μαΐου είχαν συγκεντρωθή 1.000 μάχιμοι. Εφοβούντο να οχυρωθούν με τον κίνδυνον εμφανίσεως νέας του εχθρού. Κατ’ εντολήν του αρχηγού οργανώθησαν ταμπούρια σ’ όλόκληρο το χωριό. Παρόντες Μανιάτες Μαυρομιχαλαίων, Μεσσήνιοι, Λεονταρίτες με τους εντοπίους των αρχηγούς. Με τα Κααρυτινά ορδιά, το Βαλτέτσι και τα Βέρβενα τα επί Αρκαδικού εδάφους ήταν καλά οργανωμένη η Ελληνική Επανάστασις. Επανήλθε ο ενθουσιασμός των πρώτων ημερών της εκρήξεως της Επαναστάσεως.



 

 

Γεγονότα σοβαρά διεδραματίσθησαν κατά Μάΐον μήνα στο Αρκαδικό πολεμικό πεδίο. Ο Χουρσίτ πασάς Πελοποννήσου, απασχολημένος εναντίον του Αλή πασά στα Γιάννενα, ανέθεσε την καταστολή της Ελληνικής εξεγέρσεως στον Κιοσέ Μεχμέτ θέτοντας στις διαταγές του τον Ωμέρ Βρυώνη με πεζικό στράτευμα 8.000 και Ιππικό 1.000. Πρίν γίνη η αποβίβασις των δυνάμεων αυτών, ο Χουρσίτ έσπευσε ν’ αποστείλη τον Κεχαγιά του Μουσταφά Βέη, επί κεφαλής 3.500 – 4.000 Αλβανών. Οι επαναστατημένοι Έλληνες τον ονομάζουν Κεχαγιάμπεη και μαζί του θ’ ανοίξουν πολεμικόν διάλογο μέχρι πτώσεως της Τριπολιτσάς. Στο πέρασμά του από Ρίον – Κόρινθο – Τρίπολι ο Κεχαγιάμπεης απέλυε καταστροφή και περίτρομοι οι κάτοικοι διεσκορπίζοντο. Η Επανάστασις εκινδύνευε, θα την σώση ο Θεός και τα σφάλματα του εχθρού. Ισχύει όμως η παρατήρησις του Φιλήμονος, ότι η θριαμβευτική είσοδος του Κεχαγιάμπεη στην Τριπολιτσά στους Τούρκους έφερε πηγή ελπίδων, ενώ στους Έλληνες απελπισία. Ήταν 2αΜαΐου

Το Στρατόπεδο Βαλτετσίου υπήρξε ο πρώτος στόχος του Κεχαγιάμπεη. Εσχεδιάσθη ευρυτέρα πολεμική ένέργεια για καταστολή της εξεγέρσεως.
Κατά Κολοκοτρώνην, οι Τούρκικες δυνάμεις κατά Βαλτετσίου ανήρχοντο εις 7.500 – 8.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Το οχυρό του Βαλτετσίου είχε πλήρη οργάνωσι, με κτιστά ταμπούρια. Οι 5 κλειστοί προμαχώνες περιέλαβαν 750 πολεμιστάς. Σπίτια, εκκλησία, γύρω λίθοι, το χωματοβούνι κατέστησαν οχυρά με 850 αμυνομένους. Οι Τούρκοι επίστευαν ότι οι ολιγάριθμοι έναντι απειράριθμων θα υποχωρήσουν. Αντιστοίχως οι Έλληνες επίστευαν ότι οι Τούρκοι θ’ απελπισθούν και θα φύγουν.

 

Τίποτε δεν συνέβη απ’ αυτά. Η μάχη άρχισε πρωί – νύκτα στις 12 Μαΐου, υπήρξε κρατερά και διεξήγετο όλην την ημέραν με πείσμα. Και δεν εσταμάτησε την νύκτα, απεναντίας συνεχίσθη και την επομένη. Ευτύχημα υπήρξε ότι έφθασαν εγκαίρως ενισχύσεις Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα, άνοιξαν δεύτερο μέτωπο και επήραν τις πλάτες του εχθρού. Το μεσονύκτιον ο Κολοκοτρώνης εμπήκε στο χωριό, έφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια, ενίσχυσε το ηθικόν των αμυνομένων[11].


 

Υπέρ του πολέμου ειργάζοντο τ’ άστρα και η σελήνη 22 ημερών. Αλλ’ εκινήθησαν υπέρ των Ελλήνων πρίν ξημερώση και ενισχύσεις από το Στρατόπεδο Βερβένων με 700 άνδρες Μαυρομιχαλαίων και Γιατράκου[12]. 

Εκράτησε η μάχη επί 4 ώρες της 13ης Μαΐου, όταν έρχισε η κάμψις των Τούρκων, η οποία δεν άργησε να μεταβληθή σε άτακτη φυγή. Αναγκάσθηκαν οι Τούρκοι διωκόμενοι μέχρι το απόγευμα στην πεδιάδα να πετούν στον δρόμο πολύτιμα αντικείμενα, όπλα με χρυσές και ασημένιες λαβές, ώστε ν’ αναχαιτίζουν την καταξίωξι, στην οποίαν όμως είχον λάβει μέρος πολλοί από διάφορες κατευθύνσεις. 

 


Η Τούρκικη δύναμις στην Τριπολιτσά περιελάμβανε και σκληρούς πολεμιστάς, όπως οι Μπουρδουνιώτες και Μυστριώτες Τούρκοι και οι Αλβανοί. Με την αποτυχία στο Βαλτέτσι εξεδηλώθη νέα επιχείρησις εναντίον του Στρατοπέδου των Βερβένων, με δύναμι πεζών και ιππέων 6.000 στις 18 Μαΐου. Οι τρείς κολώνες προσέβαλαν από διάφορα σημεία Δολιανά και Βέρβενα, με συγκεκριμένο σχέδιο. Διεξήχθη μάχη μέχρι τις απογευματινές ώρες στα Δολιανά, όπου με τον φόνο του αρχιπυροβολητού αχρηστεύθησαν τα εχθρικά κανόνια. Εξ’ άλλου στην μεταφορά του πολέμου και στα Βέρβενα, τους αγωνιζόμενους στους πυργοειδείς προμαχώνες εβοήθησαν δύο γενναίοι, που εξόντωσαν δύο διαδοχικώς σημαιοφόρους του εχθρού και τούτο εδημιούργησε πανικόν στον εχθρό και άρχισε να υποχωρή. Έτσι προσετέθη νέα και διπλή νίκη των Ελληνικών όπλων. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε στον Κεχαγιάμπεη Επιστολή 18 Μαΐου να παραδώση τα όπλα, γιατί οι Έλληνες δεν θα υποχωρήσου[13]ν.



 


 

 

Επίλογος:

 

          Όπως έγινε αντιληπτό η Μάχη Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821) θεωρείται ως μία από τις πιο αποφασιστικές μάχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, που οδήγησε στην Άλωση της Τρίπολης. Στις 24 Απριλίου, ο Κεχαγιάμπεης βγαίνει από την Τρίπολη με 4.000 άνδρες και επιτίθεται στο Βαλτέτσι . Οι ολιγάριθμοι υπερασπιστές του υποχωρούν, χάνοντας ζώα και προμήθειες. Η μάχη συνεχίστηκε βόρεια του χωριού όπου ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Σε βοήθειά του σπεύδει ο Δημήτρης Πλαπούτας χτυπώντας τους Τούρκους από τα νώτα.

Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν σε υποχώρηση και ο Κολοκοτρώνης τους κυνήγησε μέχρι το χωριό Μάκρη.Μετά τη μάχη, το στρατόπεδο ανασυγκροτείται ταχύτατα με φρουρά 1.000 ανδρών και επικεφαλής τον Κυριακούλη  Μαυρομιχάλη. Ταταμπούρια οχυρώνονται εκ νέου ενώ καταφθάνουν ενισχύσεις.Τα χαράματα της 12 Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης εξέρχεται από την Τρίπολη με Τουρκαλβανούς. Οι Έλληνες ειδοποιούν το στρατόπεδο στο Βαλτέτσι με φωτιές. Το κύριο σώμα των Τούρκων με αρχηγό τον Ρουμπή ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα. Καταφέρνει να κυκλώσει τα ταμπούρια και να καταλάβει τα πηγάδια του χωριού.

 Ύστερα διατάσσει γενική επίθεση διασπώντας τους Έλληνες. Τότε καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης με 700 άνδρες. Ο Ρουμπής, που βρίσκεται πλέον περικυκλωμένος, ζητά ενίσχυση από τον Κεχαγιάμπεη που μέχρι τότε παρακολουθούσε τη μάχη επικεφαλής 3.000 ιππέων.Το απόγευμα φτάνει ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Δημητρακόπουλος. Τη νύχτα η μάχη συνεχίζεται χωρίς να υποχωρεί καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οι Τούρκοι ξεκινούν νέα επίθεση και χρησιμοποιούν τα 4 κανόνια τους χωρίς επιτυχία. Μετά από 23 ώρες μάχης και ενώ ο Ρουμπής κινδύνευε, ο Κεχαγιάμπεης διατάσσει υποχώρηση. Βλέποντας αυτήν την κίνηση, ο Κολοκοτρώνης ξεκινά γενική αντεπίθεση. Έτσι οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή πετώντας τα όπλα τους.. Η μάχη υπήρξε καθοριστική για την πορεία της επανάστασης αλλά και για την Άλωση της Τριπολιτσάς, αφού οι Τούρκοι δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο.


 




[1] Παπαρρηγόπουλος ,1983:185-195
 
[2] Γριτσόπουλος, 1976: 15-17
[3] Φιλήμονος, 1834: 128-135
[4] Φωτιάδης,1995,25-29
[5] Παπαρρηγόπουλος ,1989: 205-241
 
[7] Φωτιάδης,1995,25-29
[8] Γριτσόπουλος, 1976:20-25
[9] Φωτιάδης,1995,25-29
[10] Φωτιάδης,1995,25-29
[11] Φωτιάδης,1995,25-29
[12] Γριτσόπουλος, 1976:34-37
[13] Γριτσόπουλος, 1976:42-45

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη